- ερράπτω
- ἐρράπτω (Α)ράβω κάτι μέσα σε κάποιο πράγμα («ὡς ἐνερράφη Διὸς μηρῷ», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < εν-ράπτω, με αφομοίωση τού -ν- προς το -ρ- πρβλ. έν-ρινος > έρρινος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έρραμμα — ἔρραμμα, τὸ (Α) [ερράπτω] πρόσραμμα (μπάλωμα) ραμμένο πάνω σε κάτι … Dictionary of Greek